- λανθάνων
- латентен
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
λανθάνων — λανθάνω escape notice pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφοθέρμη — και κρυφόθερμη η λανθάνων πυρετός, κρυφός πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + θέρμη] … Dictionary of Greek
λαγγών — λαγγών, ῶνος, ὁ (Α) 1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῡ ἀγῶνος καὶ φόβου». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. ών (πρβλ. φαγ ών)] … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
λανθανόντως — (AM) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. < μτχ. ενεστ. λανθάνων τού λανθάνω] … Dictionary of Greek
υποφορία — η, Ν ιατρ. λανθάνων στραβισμός με απόκλιση τού πάσχοντος οφθαλμού προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypophorie] … Dictionary of Greek
λανθάνω — βλ. πίν. 176 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: λανθάνω : χρησιμοποιείται η λόγια μτχ. λανθάνων, ουσα, ον, ως επίθετο (→ αυτός που υπάρχει αλλά δε φανερώνεται άμεσα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής